μεταβολέας

μεταβολέας
ο (ΑM μεταβολεύς, -έως)
αυτός που μεταβάλλει κάτι
νεοελλ.
φρ. «μεταβολέας συχνοτήτων»
(ραδιοτ.) ηλεκτρονικό κύκλωμα που χρησιμοποιείται για τη μεταβολή συχνότητας στα σήματα εκπομπής ή λήψης, αλλ. μετατροπέας συχνότητας
μσν.
μεταφραστής, ερμηνευτής
αρχ.
αυτός που συναλλάσσεται εμπορικά, έμπορος, μεταπράτης, μεταπωλητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεταβολ- (< μεταβάλλω, πρβλ. μεταβολή) + κατάλ. -εύς (πρβλ. καταβολ-εύς, υποβολ-εύς). Ο τ. μεταβολέας κατά τα αρσ. σε -ας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεταβολέας — μεταβολέᾱς , μεταβολεύς one who exchanges masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”